Έλιωσα στο περπάτημα εχθές, ξεκίνησα από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό και τα σκουριασμένα (κάποτε χιλιοταξιδεμένα) κουφάρια του και κατέληξα στην παιδική μου γειτονιά, την Ανάληψη. Περπατούσα άλλοτε γοργά, άλλοτε πιο νωθρά, θαρρείς και δεν ήμουν εγώ αυτός που έδινε τον ρυθμό στα πόδια μου, αλλά η καρδιά μου. Μηχανικά με μια ώθηση μπροστά και το βλέμμα μου ψάρευε εικόνες λίγο πολύ γνωστές, άλλοτε πάλι αναπάντεχες σχεδόν ψεύτικες, μαγικές. Φάτσα χαμένη στο πουθενά και το μυαλό να ταξιδεύει σε χίλια πράγματα, όλα τους μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια μιας γλυκόπικρης σοκολάτας που σαν να μην είχε ακόμα φαγωθεί για τα καλά.

Τα χέρια στις τσέπες χωμένα και το παλτό λίγο ανοικτό από μπροστά για να νιώθω το κρύο, σαν ναυτικός που έκανε χρόνια να δει στεριά, λίγο πολύ παραπατούσα. Μια στην μέση του δρόμου, μια στο πλατύ πεζοδρόμιο εκεί λίγο πριν το λιμάνι, θαρρείς και δεν ήθελα να δώσω στίγμα σε κανέναν, πορεία προς το πουθενά. Προσπέρασα την θάλασσα και τις παλιές της υποσχέσεις και άφησα το εαυτό μου να χαθεί στα στενά. Στενάχωρα, βρόμικα, αθέατα από τον ήλιο, ερωτικές γωνιές παράνομων εραστών, γεμάτα από σκόνη αλλά και από φιλιά, ζεστά μακρόσυρτα ερωτικά χάδια.

Μια θύμηση με πρόφτασε να πει ένα γεια, αμίλητος την άφησα να φύγει. Θυμωμένος ακόμα μαζί της αλλά και μαζί μου, δεν έχω όρεξη να απολογηθώ, απλά να χαθώ. Μυρίζω αγέρα, βοριάς έρχεται πάλι μετά από καιρό. Σκληρός, σχεδόν παγωμένος γλύφει το κορμί μου και εγώ τον αφήνω. Το παλτό μου ακόμα ανοικτό επίτηδες μπας και με μουδιάσει το κρύο. Πόσο θέλω να πάψω να νιώθω, όλα δικά σου τερτίπια, απόηχος μιας ζωής που σαν να μην ήταν ποτέ δικιά μου.