«Στιγμές μην αφήνεις να σου φύγουν», σκέφτομαι φωναχτά σαν να θέλω να δώσω στον εαυτό μου να καταλάβει τι είπα. Πόσες όμορφες αναμνήσεις έχω κρατήσει, πόσες ακόμα θα ήθελα να μπορέσω να κρατήσω. Χάδια παιδικά, αδελφικά, ανάλαφρα σαν τυλιχτό μαλλί της γριάς σε μακρύ ξυλάκι, χαμόγελα τρανταχτά, αθώα. Το πρώτο μου φιλί με μια γλυκιά μπουκλωτή πιτσιρίκα, δάκρυα χαράς, δάκρυα αβάσταχτου πόνου, που νόμιζα τότε πως θα με τέλειωνε.

Πόσο καιρό έχω να γελάσω…δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν καν η τελευταία φορά που γέλασα, να γελάσω πραγματικά με την καρδιά μου. Η τελευταία φορά που ένιωσα ανάλαφρος, ανίκητος, απίθανος υπεράνθρωπος με δέκα μέτρα μπόι, να πιάνω την πέτρα να την στύβω και να βγάζει ζουμί, όπως μου λέει ακόμα η αγαθή, στρουμπουλή γιαγιά μου.

Να πάρει ! Άθλιε, μίζερε χρόνε, είμαι βέβαιος ότι δικά σου τερτίπια είναι όλα αυτά ! Το βλέπω και στον καθρέφτη, άλλοτε πρωί, άλλοτε βράδυ, μια φάτσα περίεργη, κάπως γνωστή να με χαζεύει. Χαζεύω και εγώ πίσω, παίρνω τον χρόνο μου για να κοιτάξω καλά, αλλά κουβέντα δεν ανταλλάσσουμε, βουβός, φαλακρός μαντράχαλος μου φαίνεται ο τύπος.

Σήμερα νιώθω μεγάλος, σκονισμένος γέροντας, καμπουριασμένος ζητιάνος. Χθες θα σας έτρωγα όλους, σήμερα θα με φάτε εσείς…