Archives for posts with tag: μοτοσυκλέτα

Κοντεύει έντεκα, γυρίζω από τα γενέθλια ενός καλού φίλου. Είμαι καβάλα στον Πήγασο και οδηγώ, τον κρατώ σφιχτά με τα πόδια, γαντζώθηκα πάνω του για να με επιστρέψει σπίτι, ξέρω ότι κανένας δεν με περιμένει. Βρέχει, όχι πολύ αλλά αρκετά για να νιώσω την παγωμένη υγρασία να τρυπά το ύφασμα του τζιν και από εκεί βαθιά να την ρουφάνε τα κόκκαλα μου. Τα πόδια μου έχουν μουσκέψει για τα καλά, διασχίζω μια πόλη γεμάτη αυτοκίνητα, σχεδόν γιορτινή. Θα έπρεπε να τουρτουρίζω αλλά δεν με νοιάζει.

Προσπαθώ να αποφύγω τις λευκές γραμμές στις διαβάσεις που γλιστρούν διαβολεμένα αλλά το μυαλό μου πετάει. Θυμάμαι τότε που επιστρέφαμε από την Ξάνθη πριν δυο χρόνια και μας έπιασε μια τρομερή καταιγίδα στον Λαγκαδά, βλέπαμε από μακριά τον θυμωμένο ουρανό να ετοιμάζεται να μας πνίξει. Σκοτάδι και αγέρας απλώθηκε ξαφνικά και εμείς μπήκαμε στην καρδιά της. Τουλούμια βροχή μας πλάκωσαν, τέτοια μανία είχαμε να δούμε από το Πόρτο Λάγος ένα παλιό καλοκαίρι, θυμάσαι; Εσύ τότε είχες τυλιχτεί πάνω μου, γέμισε ο τόπος αστραπές και ο αέρας λυσομανούσε, ήταν τέτοια η ένταση του που μέχρι και τα αυτοκίνητα είχαν κόψει με αλάρμ στην άκρη. Ορατότητα μηδέν και η βροχή να έχει μετατρέψει τον δρόμο σε μια τεράστια λίμνη και εσύ εκεί γαντζωμένη πάνω μου, άρχισες να τρέμεις. Το νερό μας διαπέρασε ως το μεδούλι ενώ εγώ πάλευα να κρατήσω μια ευθεία καθώς οι ρόδες μου χόρευαν τρελό ζιγκ, ζαγκ. Το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν να σε επιστρέψω πίσω ασφαλή, φούσκωνα το στήθος μου και όρθωνα ανάστημα μήπως κόψω και καλά την μανία των αρχέγονων στοιχιών, να μην σε πάρουν από εμένα.

Έτρεμες αλλά δεν έκανες κιχ, μόνο με κρατούσες και υπέμενες στωικά μέχρι που περάσαμε καρφί από μέσα τους και μετά ξανά γαλήνη, φτάσαμε τελικά ζωντανοί. Τρυπώσαμε με το ρίγος πια μέσα μας στο υπογειάκι και εγώ άρχισα γρήγορα να σου βγάζω τα βρεγμένα ρούχα, όλα ένα προς ένα. Ψαράκι σπαρταρούσες, σε τύλιξα με μια μεγάλη πετσέτα και σε έτριβα δυνατά μέχρι να κυλίσει ξανά το αίμα. Σε φίλησα γυμνή καθώς ήσουν, σε τράβηξα στην αγκαλιά μου μέχρι που έπαψες να τρέμεις πια, απλά μαζεύτηκες μέσα μου…

Σε ερωτεύτηκα ξανά από την αρχή εκείνο το βράδυ, παράφορα, απόλυτα. Σκέφτηκα πως δεν θα σε άφηνα ποτέ. Κανέναν και τίποτα να μας χωρίσει, τίποτα!

Ο δρόμος τέλειωσε πια, μπήκα στην πυλωτή και άφησα την μηχανή στην γωνιά της για το βράδυ. Άρχισα τελικά να κρυώνω, δεν βγάζω ακόμα το κράνος μόνο σκέφτομαι. Δεν με περιμένει κανείς εκεί πάνω, είμαι μόνος και εσύ θα σαι στα σίγουρα στον καναπέ σου ξαπλωμένη και στεγνή. Καληνύχτα αγάπη, άραγε με ακούς; Καληνύχτα…

(Έφαγα κάνα δυο ωρίτσες μέχρι να σε σινιάρω καλή μου, ε πως, τόσο δρόμο θα κάνουμε μαζί, σου αξίζει. Θα σε κλειδώσω σφικτά με τους μηρούς μου, έτσι για να σε νιώθω καλύτερα και φύγαμε πέρα από τα όρια της πόλης. Μόνοι, εσύ και εγώ όπως παλιά).

 

Η μέρα μόλις είχε αρχίσει να ζωντανεύει και ο κολλητός μου ο ήλιος ξεκίνησε να με ραντίζει αραιά με το κόκκινο πολύχρονο ραβδί του.

Χαρούμενος σιγομουρμούριζα έναν άγνωστο σκοπό, δικό μου περίεργο τραγούδι για να συνοδεύσω τον δικό σου ράθυμο γουργουρητό. Σαν έφτασα στην πρώτη μεγάλη διχάλα, έγειρα απαλά το κορμί μου προς τα δεξιά και σημάδεψα την παλιά Εθνική οδό με μια αίσθηση γλυκιάς προσμονής να με κυριεύει.

Για όσους έχουν να κάνουν καιρό την διαδρομή Θεσσαλονίκη – Ξάνθη από εκεί, τους περιμένουν πολλές ξεχασμένες αναμνήσεις, ακουμπισμένες εκεί στην άκρη του δρόμου. Δεν χάθηκαν ακόμη, μόνο μαζεύουν σκόνη και αλμύρα.

Γελούσα και χάζευα μέσα από το κράνος, καθώς έβλεπα τη βόλβη παγωμένη να στολίζει την πεδιάδα δίπλα μου. Κρύο αρκετό περνούσε μέσα, αλλά όχι ικανό να παγώσει τα κόκαλα μου. Το αίμα μου ακόμα ζεστό, έδινε μάϊνες στην καρδιά μου και εκείνη δούλευε όλο και πιο καθαρά. Χαλαρός ο δρόμος μπροστά, ήταν σε καλύτερη κατάσταση από ότι περίμενα. Κίνηση σχεδόν ανύπαρκτη, πολλοί στα σίγουρα θα προτίμησαν την Εγνατία οδό, άλλοι πάλι το κρεβάτι τους που να ξεμυτίσουν νωρίς με τέτοιο κρύο.

 

Ρεντίνα

Γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω έφτασα στην Ρεντίνα. Ο δρόμος απότομα στένεψε και μια κοφτή αριστερή με επαρκή σήμανση προειδοποιούσε «μην περνάτε τον δρόμο σε καιρό πλημμύρας, κίνδυνος» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Η νέα παράκαμψη που δημιουργήθηκε, σαν φίδι ξετυλίγεται από ψηλά στα χαμηλά, σαν να χώνεται μέσα από την γη και όχι από πάνω όπως θα έπρεπε. Αν βρέξει πολύ εδώ, την πάτησες μεγάλε, σκέφτομαι. Θα πρέπει να είσαι τρελός για να περάσεις πέρα σώος.

rentina-collaz.jpg

Έριξα το βλέμμα μου σε εκείνο το μεγάλο δέντρο απέναντι από το εκκλησάκι, έπιανε αρμονικά τον χώρο του μέσα στο υπόλοιπο τοπίο. Αντίθετα με το ίδιο το εκκλησάκι που στριμώχτηκε δίπλα από την άσχημη μπαριέρα, σαν να το πέταξε κάποιος εκεί και έφυγε βιαστικά από την ντροπή.

Καβάλησα στα γρήγορα, ήθελα να χωθώ στα Μακεδονικά Τέμπη λίγο παραπέρα. Φθαρμένο πράσινο και χίλιες αποχρώσεις του καφέ γέμισαν την ματιά μου. Άφησα την γκαζιέρα χαλαρή να σαλεύει στην χούφτα μου μέσα, έδωσα στην μύτη μου την ευκαιρία να ρουφήξει άπληστα τον χειμώνα που φεύγει και αφήνει την γη σαν ατζαμής εραστής ένα ξάστερο βράδυ. Τι θλιμμένη ομορφιά που γέννησε τούτο το δάσος μέσα μου, σχεδόν θέλω να σταματήσω. Σαν να απολαμβάνω όμως καλύτερα την διαδρομή έτσι από ψηλά πάνω στην καλή μου, μια ανεξήγητη χαρά με σπρώχνει να βρω θάλασσα, στα σίγουρα δεν θα την χάσω.

 

Στο «Ακρογιάλι»

Σαν ταξιδεύεις με ανάλαφρη καρδιά, χρόνος δεν σε αγγίζει και εγώ βρέθηκα όπως παλιά στην πρώην στάση. Πριν η Εγνατία απλώσει την πίσσα της από άκρη σε άκρη, όλα τα ΚΤΕΛ και μη εδώ ξεκούραζαν την μηχανή τους, στο «Ακρογιάλι». Πρώτη μεγάλη στάση για τους πιο πολλούς, φρέσκους ταξιδιώτες που δεν ήξεραν καλά την διαδρομή και είτε το στομάχι, είτε η φυσική τους ανάγκη, επέβαλε μια γρήγορη επίσκεψη στο γιαλό, στην άκρη του σαν λέει και το όνομα του. Μαγειριό του νταλικιέρη, το παστέλι του μικρού αλλά και του μεγάλου παιδιού, ένας ελληνικός για τον παππού και έναν φραπέ για όλους τους άλλους. Θυμάμαι πως δεν μου άρεζε όταν εδώ χρόνια πριν, κατέβαινα επιβάτης και εγώ από το παλιό λεωφορείο. Άχαρο μέρος το έβρισκα και δρόμο πολύ είχα ακόμα μπροστά μου. Μα σαν την θάλασσα έβλεπες, εύκολα ξεχνιόσουν και μια ανάσα από την αύρα της, ήταν αρκετή για να συνεχίσεις πιο κάτω.

Άσχημο σύρμα περίφραξης τώρα πια το ορίζει και ούτε στη θάλασσα δεν μπορείς να βγεις, να βρέξεις λίγο την ματιά σου. Πωλείται μαζί με το γιαλό και όλη την άμμο δώρο…

akrogiali-collaz.jpg

Μια περίεργη στεναχώρια με άγγιξε ή μήπως μια ανάμνηση ξεχασμένη ; Λύπη για αυτά που ήτανε και όλα όσα σήμερα δεν είναι. Γύρισα την πλάτη στο παλιό κτίσμα, βόλεψα το ανάστημα μου στην γνωστή σέλα και με μια σύντομη μιζιά πήρα και πάλι δρόμο.

 

«Κυανή Ακτή»

Αν ήσουν από τους άλλους, από αυτούς που επέστρεφαν στην μεγάλη πόλη, τότε την ¨Κυανή Ακτή¨ στα σίγουρα δεν θα την έχανες. Πάνω στον δρόμο φτιαγμένη, εστιατόριο ξακουστό και την θάλασσα απέναντι στα πόδια σου, να σε καλεί, να σε ταξιδεύει. Μαγαζί με παράδοση στα μαγειρευτά φαγιά του, με χαρακτηριστική διακόσμηση εποχής και έναν δυο καθώς πρέπει σερβιτόρους. Ξαπόσταινε ο ταξιδιώτης άραζε, γέμιζε την κοιλιά του φτηνά, έπινε και μια γκαζόζα. «Από το 1950» γράφει πάνω στην πόρτα και η ζωγραφιστή πινακίδα με το μενού της ημέρας, έγραψε το τελευταίο της φαΐ. Ο μάγειρας πάντα εκεί, χαμογελαστός να ανακοινώνει «κουζίνα πλήρης, ψάρια φρέσκα, φαγητά σε πακέτο», για αυτούς που βιάζονταν και όχι μόνο. Να φανταστείτε ότι μέχρι το 1985-90, ο ταλαίπωρος σερβιτόρος περνούσε απέναντι (διέσχιζε την εθνική) για να σας φέρει τον καφέ σας, το αναψυκτικό, το ζεστό το φαγητό σας. Καθημερινά, πέρα, δώθε. Άλλοτε με τον μακρύ ξύλινο δίσκο και άλλοτε πάλι με τον κρεμαστό, τον γαλβανένιο. Βάζω στοίχημα ότι στις αρχές θα ήτανε μπακιρένιος, τι ωραία που θα γυάλιζε κάτω από τον λαμπρό ζεστό ήλιο και οι θαμώνες αραχτοί θα ρουφάγαν τον καφέ τους.

Παραδίπλα κολλημένα, δυο μικρά, σχεδόν τρυπούλες μαγαζάκια. Στην άκρη «Ο Ξανθιώτης», το βουλκανιζατέρ και δίπλα του ένα παντοπωλείο «Παντοπωλείων Ε. Ματσίκη¨ ,γραμμένο με περίτεχνα καλλιγραφικά χρυσά γραμματάκια. Γιαούρτι «Κρι-Κρι», κουραμπιέδες αλλά και σιγαρέττα «Παπαστράτος» θα έβρισκε κανείς. Μαζί με τις τσιχλόφουσκες και ποιος ξέρει τι άλλο.

Στέκομαι ώρα πολύ εδώ, έχω κολλήσει τον φακό μου στο παλιό βουλκανιζατέρ. Θαρρείς πως δεν το πείραξε ποτέ κανείς, μέσα και πέρα από την σκόνη νομίζεις πως βλέπεις μια παλιά φωτογραφία, τα ράφια ακόμα γεμάτα και δυο καφέ πολυθρόνες να αράζουν άδειες πια. Μια εικόνα που θα μπορούσε κάλλιστα να λέει «επιστρέφω σε 5 λεπτά¨.

kyani-akti-collaz-1.jpg

(Ψάχνω με τα μάτια μου το γνώριμο τοπίο, βλέπω τον εαυτό μου να κάθεται στα παλιά τραπέζια, έχω αγοράσει ένα μαντολάτο από τις πάμπολλες γλυκές λιχουδιές και τώρα το μασουλώ με μανία. Το μαγαζί είναι γεμάτο και η ΕΡΤ παίζει μια ασπρόμαυρη Ελληνική ταινία, σε μια γωνιά βλέπω δυο παιδιά, ένα ζευγαράκι να μοιράζεται μια τυρόπιτα και μια τρυφερή αγκαλιά για τον δρόμο. Βγαίνω έξω, γλύφω τα δάκτυλα μου από την τελευταία μπουκιά και αφήνω το αεράκι που φέρνει η θάλασσα να μου χαϊδέψει αντίο. Το ΜΖ φορτωμένο με περιμένει από έξω, σκάω ένα χαμόγελο κρυφό καθώς χαζεύω την καλογυαλισμένη Akront. Έχω δρόμο ακόμα, αλλά δεν βιάζομαι, δεν βιάζομαι καθόλου. Θα συνεχίσω μέσα από όλα τα χωριά, στροφιλίκι γεμάτο μέχρι την Καβάλα. Μια, δυο στάσεις αργότερα, γουλιά νερό να ξεπλύνω τη σκόνη, θα πάω πιο αργά, ας φτάσω βράδυ. Το παλιό αρχοντικό θα είναι πάντα εκεί και η κρυφή αυλόπορτα θα ανοίξει ξανά μόνο για μένα.)

kyani-akti-collaz-2.jpg

Καλό ταξίδι

© after8.wordpress.com – 2008

free-as-a-bird-4.jpgΤο φοιτητικό camping του Α.Π.Θ. στο Ποσείδι, φαντάζομαι όλοι το ξέρετε. Ωραία !Αν δεν είστε φοιτητές και ψάχνετε ένα μέρος για οργανωμένη κατασκήνωση εκεί κοντά, προχωρήστε λίγο παρακάτω (500 μέτρα από το φοιτητικό) give or take a few και θα φτάσετε στο camping «Καλάνδρας».Λόγω του ότι έπρεπε να είμαστε κοντά στην Φούρκα, για να επισκεφτούμε το Σ.Κ. έναν φίλο, αποφασίσαμε να περάσουμε δύο βραδιές εκεί και ιδού οι εντυπώσεις.Εν συντομίαΟικογενειακό περιβάλλον, πλήρεις παροχές, περιορισμένος χώρος για σκηνές, αρκετά καθαρές τουαλέτες και ντουζ, αλλά παλιές εγκαταστάσεις. Υπάρχει κωλόχαρτο στην τουαλέτα για τους μη προνοητικούς ! Η χαρά του παιδιού, και των απανταχού οικογενειακών αυτοκινήτων, (sedan / caravan τα λέω σωστά Barch ?)Οι σάλτσες ! Άφιξη Παρασκευή μεσημεράκι, μια τυπικά ευγενική, σαραντάρα, με πλατινέ μαλλί, μας «υποδέχτηκε» στην reception. Μπαίνω, μούσκεμα στον ιδρώτα, αρματωμένος γαρ (κομπλέ μαύρο συνολάκι στολή, μποτάκια, κ.λπ.), αποθέτω εξοπλισμό στον παρακείμενο καναπέ, το ίδιο και η καλή μου και ρωτάω με το κουρασμένο αλλά πέρα, για πέρα, ευγενικό μου ύφος αν υπάρχουν θέσεις για σκηνές και αν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σύντομη βόλτα μέσα για να δούμε το camping, μιας και πηγαίναμε πρώτη φορά.

– fake blond: (ορθά & κοφτά), θέσεις υπάρχουν και θα σας υποδείξουμε εμείς που θα πάτε να στήσετε, να δείτε μέσα αλλά να κάνετε γρήγορα, 5 λεπτά το πολύ, γιατί κανονικά απαγορεύεται…- me: (μπαρδόν;) καλά θα πηγαίνω με σούζα. [εντωμεταξύ αφήνω ταυτότητα και μηχανή ακριβώς από έξω για λόγους ασφαλείας… και με βήμα ταχύ, προχωράμε στα ενδότερα, μετά από 5 λεπτά επιστρέφω στην «πολλά δεν σηκώνω» ξανθιά και περίχαρος την ενημερώνω πως θα μείνουμε]- fake blond: Πολύ καλά, συμπληρώστε αυτό, 2 άτομα είπαμε, μια μηχανή, πόσων ατόμων είναι η σκηνή σας;- η κοπελιά μου: Ε, δύο, πόσων να ήταν.- fake blond: Δεν έχει σημασία, μπορεί να φέρατε μεγάλη.[μπορεί να έφερα και την δεκάρα μαζί μου, αφού άλλωστε έχω άφθονο χώρο στο trailer που σέρνω από πίσω και δεν πάω ποτέ διακοπές χωρίς το home cinema μου]- fake blond: Εντάξει, ακολουθήστε το παιδί για να σας δείξει που θα στήσετε. Βασίλη, οδήγησε τον κύριο στο 324 ![στο 324, τι λες βρε παιδί μου, μα που ήρθαμε, στα καλύτερα, άψογο service. Καβαλάμε την μηχανή, και ακολουθούμε τον οδηγό μας, πεταλιά, πεταλιά και μετά δυο στροφές, περνάμε 1, 2, βασιλικές θέσεις με παχιά σκιά κάτω από πεύκα και σταματάμε σε μια λίγα υποσχόμενη θέση, με μια τέντα από επάνω, ξερή, αφιλόξενη]- me: Συγνώμη φίλε μου, οι θεσούλες που περάσαμε πριν, αυτές στα δέντρα, άδειες δεν είναι;- Βασίλης: Ναι, θέλετε να στήσετε εκεί;- me: [ Όχι μωρέ, θέλουμε να ψηνόμαστε στον ήλιο, τι να τα κάνεις τα δέντρα με την απαίσια σκιά κατακαλόκαιρο σε camping]. Ναι φίλε μου, καλά θα ήτανε, μπορείς να ενημερώσεις την κυρία στην reception ότι θα στήσουμε εκεί, τι νουμεράκι έχει αυτή η θέση;- Βασίλης: O.k. 229…

Με τα πολλά λοιπόν, στήσαμε στη παχιά σκιά, άραξα και τον pego μπροστά στο πεζουλάκι και φύγαμε για μια γρήγορη εξερεύνηση του camping, αφού πριν ήμασταν παράνομοι και δεν προλάβαμε να δούμε και τίποτα.Αυτό που σου κάνει πρώτα εντύπωση, είναι τα πολλά τροχόσπιτα και τροχοσκηνές, μιλάμε όμως για πολλά. Οι σκηνές ήταν οι εξαίρεση στο camping. Κάθε τροχόσπιτο με τον κήπο του, τα τραπεζάκια του κομπλέ, τις γιρλάντες του, άψογο κουραρισμένο γρασιδάκι, παρτεράκια με πολύχρωμα λέλουδα, μέχρι και πήλινες μεγάλες γλάστρες είδαμε ! Φυσικά τα περισσότερα είχαν και δικό τους ξυλόφρακτο περίγυρο, μην και πατήσει ο γείτονας τα δικά μας γρασίδια και όλα ήταν πεντακάθαρα, παστρικά που θα λέγε και η γιαγιά μου. Όχι αγαπητοί μου, δεν σας κάνω πλάκα, ο ένας συναγωνίζονταν τον άλλο, ποιος έχει τις καλύτερες sezlong, ποιος έχει τα πιο μουράτα reso, το καλύτερο τραπεζάκι για κήπο, το μεγαλύτερο ψυγείο, την μεγαλύτερη κοιλιά, (ρατσιστικό σχόλιο αυτό, παρακαλώ να διαγραφεί). Αν είχαν οι Έλληνες την ίδια «ευαισθησία» για τις γειτονιές τους, τα διαμερισματάκια τους και κατά επέκταση για το περιβάλλον όπου ζούμε, θα κερδίζαμε άνετα σε διεθνές επίπεδο, σε διαγωνισμό για τις πιο καθαρές πόλεις και τις πιο καλαίσθητες γειτονιές…Άς συνεχίσω όμως, πεινασμένοι όπως ήμασταν, καθήσαμε στο πρώτο μέρος που βρήκαμε, το ταβερνείον του camping. Συμπαθητικό ομολογουμένος, χτισμένο δίπλα στο κύμα, με ξύλινες καρέκλες και τραπεζάκια (είχε και μερικές πλαστικές), βαμμένο στα μπλέ και παραδοσιακές χειρόγραφες πινακίδες (πλακάτ που λέμε εμείς του συναφιού) να ανακοινώνει τα φρέσκα πιατάκια ημέρας, λιχουδιές και ψαρικά. Καθόμαστε φάτσα μπροστά, έρχεται σε χρόνο ντε, τε, ένας μάγκας πιτσιρικάς, στρώνει τραπέζι και μας αφήνει δυο τιμοκαταλόγους.Οι τιμές αναμενόμενα τσιμπημένες, μέτρια ποικιλία και με τα πολλά καταλήξαμε σε ένα κεφαλοτύρι σαγανάκι, μια ταπεινή χωριάτικη, σνίτσελ έκαστος (τα ψαράκια τα είδα ολίγον τι φευγάτα στις τιμούλες τους), ψωμάκι και 2 Ήβη λεμονάδες. Ευχαριστώ πολύ, σπανίως πίνω και καλή μας όρεξη ! Αφού το παλικαράκι το μαγκιόρικο που λέγαμε, μας κοίταξε περίεργα που δεν παραγγείλαμε ψαράκι, επιβαιβέωσε ότι όντως θέλαμε κεφαλοτύρι σαγανάκι, έφυγε σφαίρα και γύρισε μετά από 5′ να ρωτήσει αν γουστάραμε να δοκιμάσουμε τσιπουράκι, κερασμένο. Τι να του εξηγώ τώρα, δεν ήθελα να μας περάσει και για ξενέρωτους, του λέω φέρε. Ένα λεπτό αργότερα και δυο σφηνάκια τσίπουρο, ξεκίνησαν το μεσημεριανό μας. Κανονικές μερίδες μάσα, με εξαίρεση το σνιτσελάκι που το έκοψα λιγάκι καχεκτικό, χορτάσαμε, δεν σκάσαμε κιόλας, αλλά όλα καλά. Η λυπητερή, 20€Το απογευματάκι και με σαφώς λιγότερη κάψα, επισκεφτήκαμε την παραλία του camping. Εκ πρώτης όψεως μάλλον σε απαγοητεύει, ολίγον στενή, χωρίς σκιά και δίχως ομπρέλες για να κάτσεις, αλλά αυτό το διαπιστώσαμε μετά. Εδώ ισχύει το καθεστός της καρφωτής ομπρέλας και εξηγούμαι ευθύς. Σαν κοιτάς αυτή την μακριά και στενή λωρίδα παραλίας από την μέσα πλευρά, ειδικά απογευματάκι, θα δεις ουκ ολίγα ομπρελοκαθίσματα, όμορφα, αραδιασμένα, θελκτικά, ελεύθερα. Σαν θα πας όμως να αράξεις σε ένα, θα συνειδητοποιήσεις ότι είναι όλα πιασμένα, όχι δηλαδή του camping, αλλά των κατασκηνωτών, που πάνε από νωρίς, σταμπάρουν θέση, καρφώνουν την ομπρελίτσα τους / ομπρελίτσες, τις ωραίες άνετες καρεκλίτσες & ξαπλώστρες και έπειτα τις αφήνουν εκεί για «όσο». Μάλιστα αγαπητοί μου, για όσο μένουν οι ίδιοι στο camping, οι συγκεκριμένες θέσεις στην παραλία είναι πιασμένες, μην τυχόν και κάνετε το λάθος να πάτε να την πέσετε σε κάποια από αυτές ακόμα και αν δεν υπάρχει άνθρωπος γύρω, αφού είναι βέβαιο ότι άγρυπνα μάτια παραμονεύουν για να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους. Πως να το κάνουμε αδερφέ, δικιά μου η ομπρέλα, δικιά μου και η παραλία…Η θάλασσα μπροστά ευτυχώς καθαρή, αν όμως είσαι από αυτούς που προτιμούν αμμουδερό βυθό και νερά δίχως φύκια θα πρέπει να κάνεις μερικές απλωτές για να κολυμπήσεις πιο μέσα, αλλιώς θα προτιμήσεις να πας παραδίπλα, στο γνωστό και φασαριόζικο Cocus beach bar.Day 2Βγαίνοντας από το camping, για βολτούλα στο Ποσείδι και τα μαγαζάκια του, προσοχή ! Μην πάτε με τα πόδια εκτός και εάν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δυστυχώς ο δρόμος που θυμίζει κατεστραμμένη γειτονιά στην Βηρυτό, είναι εγκαταλειμμένος στην τύχη του, και όποιο όχημα περνάει από εκεί σηκώνει τόση σκόνη και χώμα, που μπορείτε να πείτε αντίο στο φρεσκοτζελαρισμένο μαλλάκι σας και τα σένια καθαρά ρουχάκια σας. Δεν υπάρχει φυσικά πεζούλι και την νύχτα με τα σκοτάδια είναι κομματάκι επικίνδυνο να βαδίζετε άκρη, άκρη, αφού κινδυνεύετε να πέσετε από την άκρη του υπερυψωμένου δρόμου, 2-3 μέτρα προς τα κάτω. Αν πάλι πάτε αμμουδιά, αμμουδιά και νιώθετε μια αύρα ρομαντζάδας αφού το φεγγάρι πάνω μεγαλουργεί, θα γλιτώσετε μέρος της σκόνης και θα τσαλαβουτάτε τα ποδαράκια σας στην θαλασσίτσα. Αν έχετε δε την φαεινή ιδέα να κάνετε την ίδια διαδρομή με το φως της ημέρας, θα αποζημιωθείτε με μερικά εντυπωσιακά graffiti που κοσμούν το τοιχίο που στηρίζει το πιο πάνω δρόμο που λέγαμε.Παραλία Ποσείδι by night. Δεν έχει και πολλά πράγματα να δεις ή να κάνεις. 2-3 cafe συμπαθητικά, δίπλα και πάνω από το κύμα, τα τυπικά mini market, 1 μεγάλο που φέρνει την πρωινή σας τυρόπιτα, ψωμάκι και εφημερίδες / περιοδικά, ένα πιο μικρό και μια προνομιακή ψαροταβέρνα, με τραπεζάκια απλωμένα στον πεζόδρομο βεράντα, με μπόλικα από αυτά κάτω από δέντρα δροσερά, σκιερά ακόμη και το καταμεσήμερο. Εμείς ως μπατιράκια, ψάξαμε και βρήκαμε το μόνο γυράδικο στο χωριό, «grill κοχύλια» με άνετα περιποιημένα τραπεζάκια σε δικό του παρτέρι αλλά μέτρια σάντουιτς και με αυτό εννοώ ότι τρώγονται άνετα χωρίς να είναι και κάτι το εξαιρετικό, Ελληνικό, φτηνό, «βρόμικο» φαγητό, για όλες τις ώρες.Μετά το πρωινό, αράξαμε στο Cocus. που είναι κυριολεκτικά δίπλα στο camping «Καλάνδρα» και μάλιστα μπορείς να πας με τα πόδια είτε από την παραλία, είτε από τον δρόμο διαμέσου του camping, (περνάς μια φαρδιά καγκελόπορτα που συνήθως μένει ανοιχτή), ή από τον πάνω κανονικό δρόμο. Άνετο απλωμένο beach bar, με ωραία μουσική (jazz, pop, ethnic, lounge, πετυχημένο mix), άφθονες καλαμένιες ομπρέλες και χαμηλά καθίσματα με τραπεζάκια. Τα συμπαθέστατα κορίτσια, σας σερβίρουν αμέσως, (υπάρχουν και μαντράχαλοι για τις κυρίες), τα παιδιά στο bar είναι ευγενικά και η παραλία πιο προσεγμένη από του camping. Εγώ πήρα εκεί το καφεδάκι μου (fredo espresso, πινότανε) και η γοργόνα μου το κρύο τσαγάκι της. Προσοχή όμως καλά μου παιδιά στις τιμούλες, μπορεί ο καφές με το νεράκι να έχει 4 ευρούλια, αλλά το τσαγάκι (500ml) έχει άλλα τόσα, όπως και όλα τα αναψυκτικά (λεμοναδίτσα, σοδίτσα, cola, κ.λπ.), ο χυμός σε μικρό πλαστικό ποτηράκι, με 4 μεγάλα παγάκια 3,5 ευρώπουλα…Μάλιστα κύριε, 4 ευρώ η σόδα και από 5 και πάνω η μπιρίτσα σας. Τουλάχιστον τα ευμεγέθη hot dog, σε χορταίνουν εύγεστα μόνο με 3,75€, αν ενθυμούμαι καλά.Hot tips !!

  • Για προμήθειες σε νερά, κρουασάν και όχι μόνο, προτιμήστε τα mini market του χωριού και όχι αυτό που είναι ακριβώς στην είσοδο του camping. 1 litre νεράκι 1€ και μπορείτε να φανταστείτε τα υπόλοιπα.
  • Για φοβερά σάντουιτς να ξεχειλίζουν πατάτα και χύμα μερίδα από τα κάρβουνα στην λαδόκολλα, φάτε άφοβα στην καντίνα «Μίνθη», βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το camping του Α.Π.Θ. πάνω σε ένα άνοιγμα της παραλίας. Το προτιμούν άλλωστε οι περισσότεροι, μιλάμε ότι έχει κόσμο από το πρωί μέχρι και αργά το βράδυ. Δύο σάντουιτς με χωριάτικο λουκάνικο σούπερ (© io 2007) και η πατάτα είπαμε να ξεχειλίζει, coca cola & νεράκι, 7,70€. Όλα τα κρεατικά τα βγάζει επί τόπου από μια μεγάλη φουφού που καρβουνιάζει με τις ώρες . Θέα γιαλό και άμα γουστάρετε τρώτε αραχτοί στα βοτσαλάκια, από την σκαλίτσα που κατεβαίνει ακριβώς μπροστά.
  • Στο Cocus, πάρτε φράγκα πολλά, αν έχετε σκοπό να κάτσετε από νωρίς και να τα πιείτε. Αλλιώς στην ζούλα και από πριν προμήθειες, άντε το πολύ μια καφεδιά.
  • Στο camping «Καλάνδρας», τηρούνται αυστηρά οι ώρες κοινής ησυχίας, 14:30 – 17:00 / 24:00 – 07:00, αν θέλετε να βγείτε το μεσημεράκι για βόλτα, είτε θα τσουλήσετε την μηχανή σβηστή από την σκηνή σας ως την έξοδο, είτε θα την αφήσετε παρκαρισμένη από έξω. Μετά τις 24:00 η πύλη κλείνει, αν θέλετε να πάτε την καλή σας (στην μηχανή αναφέρομαι μωρό μου) δίπλα στην σκηνή, επαναλαμβάνεται την ίδια διαδικασία, «τσουλάω και δεν μιλάω», μόνο που μπουκάρετε από την στενή πορτούλα του seciourita από αριστερά. Για τους αυτοκινητάδες παίζει μόνο parking.
  • Δικαιούστε να κάνετε check out, μέχρι και τις 16:00 το μεσημέρι, χωρίς να χρεωθείτε extra μέρα.
  • Για ήσυχο πρωινό σε σκιά με συνοδεία θαλασσινή αύρα και καλοκαιρινούς παφλασμούς, πάτε νωρίς στο Ποσείδι, χτυπήστε μια τυρόπιτα / κρουασάν / ή ότι άλλο τρώτε εσείς το πρωί τέλος πάντων από το mini market και πέστε την ακριβώς απέναντι στα τραπεζάκια της μοναδικής ψαροταβέρνας, που εκείνη την ώρα είναι κλειστή. Απολαύστε !

Day 3Nothing to see here, move on

προσεχώς, αναδρομικό mini trip – Καλαμίτσι, camping Thalatta

(© 2007 – after8.wordpress.com)

Βόλτες, ταξίδια δώσε μου, όλα σε δύο ρόδες, να βλέπω στροφές να ανοίγονται μέσα από πλούσιο δάσος, φωνακλάδικο, μαγεμένο. Μυρωδιές ευωδιαστές παρθένες, όλη η φύση στα ρουθούνια μου να μπαινοβγαίνει και ο εγκέφαλος να φτιάχνει με τρελούς ρυθμούς νέες μνημονικές συνάψεις.

Ταξιδεύω, πάντα με μηχανή κόκκινη Ιταλίδα, παλιότερα μόνος, όχι πια. Ταξιδεύω καλοκαιράκι, μα και ο χειμώνας δεν με χαλάει, το φθινόπωρο δε ακόμα καλύτερος φίλος. Ταξιδεύω από ανάγκη, βολτάρω συνεχώς, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, μέσα από την μηχανή αναπνέω, ζω, χίλια καλά και χίλια κακά έχω ακούσει, πως να βάλω φρένο στην καρδιά μου, όποιος ξέρει σιωπηλά θα μου χαμογελάσει. Όποιος όχι ίσως κάποτε να μάθει, αν δεν του φάει πρώτα ο φόβος και η άγνοια τα σωθικά και όλα τα «πρέπει» το μεδούλι.Ταξίδι με αυτοκίνητο ;; Πως να κλείσω την ψυχή μου μέσα σε ένα κουτί από λαμαρίνα και πλαστικό, αποστειρωμένο δωμάτιο κρατικού νοσοκομείου. Όχι αδελφέ μου, όχι για μένα…Εγώ ταξιδεύω σε δύο ρόδες, δύο καρδιές, μια αγκαλιά, όλος ο κόσμος ένα.